Κυριακή 27 Ιουλίου 2008

Η γιαγιά...

Φαντάζομαι ότι λίγο πολύ όλοι έχουμε γιαγιά… Ξέρουμε πόσο σημειολογική είναι η παρουσία αυτού του προσώπου στις ζωές μας.
Εγώ είχα την «τύχη» να ζήσω μαζί της για τρία χρόνια, μεταξύ 14 και 17 χρονών. Κουβαληθήκαμε στο σπίτι της με την υπόσχεση ότι θα μείνουμε ένα καλοκαίρι και τελικά περάσαμε τρία ολόκληρα χρόνια!!! Μου είναι πραγματικά δύσκολο να σκιαγραφήσω τη ζωή μου εκείνο το διάστημα. Το να αποχωρίζεσαι τους γονείς σου είναι σκληρό έτσι κι αλλιώς σε αυτές τις ηλικίες, πόσο μάλλον να περιθάλπεσαι από μια γυναίκα 62 χρονών τότε, προικισμένη με σκληρότητα άνευ προηγουμένου.
Έτσι κι αλλιώς εγώ και η αδερφή μου ήμασταν πολύ ταλαιπωρημένες έως τότε και η συνέχεια φάνταζε λογική στο μυαλό μας. Μέχρι και τώρα δεν έχω συναντήσει πιο ευρηματικό άνθρωπο στα καψόνια, πράγμα που το γνωρίζαμε και γι αυτό την αποφεύγαμε, τα καλοκαίρια ή τα Σαββατοκύριακα…
Είχα πιστέψει πια ότι θα μείνουμε εκεί για πάντα και με αυτήν την ψυχολογία την αντιμετώπιζα. Προσπαθούσα να τη συναντήσω, να την ψυχολογήσω και ήταν αδύνατο να τη βρω…
Ζούσαμε σε ένα πολύ πολύ μικρό δυάρι, στην κουζινούλα είχε ένα μικρό ντιβάνι που κοιμόταν η αδερφή μου, και στο ένα δωμάτιο κοιμόμουν έγω σε ένα σπασμένο καναπέ (50 πόντους φάρδος), πιο δίπλα ήταν το κρεβάτι της γιαγιάς και παραπέρα η κούνια του νεογέννητου αδερφού μας. Μεταξύ κούνιας και κρεβατιού υπήρχε ένα κομοδίνο που πάντα φιλοξενούσε ένα αναμμένο τσιγάρο που ντουμάνιαζε όλο το δωμάτιο και προκαλούσε δυσφορία σε όλους, αλλά και στο μωράκι…
Η γιαγιά μόλις είχε πάρει τη σύνταξή της και βρέθηκε με τρία παιδιά, που δίχως άλλο τ’ αγαπούσε, πολύ περισσότερο όμως αγαπούσε τον εαυτό της. Η σκληρή οικονομία ήταν ο πρώτος όρος που τέθηκε προκειμένου να ζήσουμε αρμονικά. Η ευρηματικότητα αυτής της γυναίκας ήταν απίστευτη… Κατήργησε το θερμοσίφωνο, η μπανιέρα άδειαζε μία φορά την εβδομάδα για να κάνουμε μπάνιο, τις υπόλοιπες ήταν γεμάτη με βρομόνερα από το πληντύριο ρούχων και με κουβά ρίχναμε νερό στην τουαλέτα. Η λάμπα του μπάνιου καταργήθηκε πολύ γρήγορα και τη θέση της πήρε ένα κερί και το χαρτί υγείας έδωσε τη θέση του σε εφημερίδες. Όταν ήμασταν σε δύσκολες μέρες μας επέτρεπε να βράσουμε λίγο νερό στην κατσαρόλα και φορούσαμε ότι φορούσε κι αυτή πριν 40 χρόνια. Εκείνες οι μέρες ήταν εφιαλτικές, πλέναμε συνεχώς πανιά και εκείνη τρελαινόταν από τη φοβερή σπατάλη νερού και απορρυπαντικού. Πολύ γρήγορα αποκτήσαμε προβλήματα και αναγκάστηκε να βάλει χαρτί υγείας μοιρασμένο σε κομμάτια, για να ξέρουμε πόσο θα χρησιμοποιούμε κάθε φορά, σε αντίθετη περίπτωση είχαμε υστερίες…
Μια μέρα μας ανακοίνωσε ότι δεν έχει χρήματα να μας ταΐζει και ότι μας έγραψε στο ΠΙΚΠΑ. Κάθε μεσημέρι σχολούσαμε από το σχολείο και πηγαίναμε στο ΠΙΚΠΑ για φαγητό, εκεί συναντήσαμε συμμαθητές μας που δε γνωρίζαμε ότι ήταν ορφανοί, άρρωστα παιδιά, φτώχεια, μιζέρια…
Ωστόσο δε σταματούσα να ονειρεύομαι ποτέ!!! Ήμουν πολύ καλή αθλήτρια της ενόργανης τότε και συμμετείχα σε αγώνες τοπικούς, μαζεύοντας ασήμαντα μετάλλια. Δεν άργησε πολύ να την ενοχλεί το γεγονός ότι πήγαινα στις προπονήσεις, όμως δεν μπορούσε να με σταματήσει διότι κάθε φορά που προσπαθούσε να με εμποδίσει δέχονταν πιέσεις από τους προπονητές. Η γιαγιά όμως ήταν ανεπανάληπτη, ως συνταξιούχος νοσοκόμα γνώριζε πολλούς γιατρούς, κάποιος από αυτούς «διέγνωσε» πρόβλημα στα νεφρά, η γυμναστική έπρεπε να κοπεί άμεσα. Αργότερα όταν έμεινα έγκυος υποβλήθηκα σε εξετάσεις, διότι επέμενα ότι έχω πρόβλημα στα νεφρά και πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι και αυτό ήταν άλλη μια ραδιουργία της γιαγιάς.
Η γιαγιά στην προηγούμενή της ζωή πρέπει να ήταν η μάνα του Χιτλερ, το σπίτι ήταν πραγματικό στρατόπεδο Άουσβιτς. Το ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού ήταν πάντα κλειδωμένο και ο χώρος που κινούμασταν 3 άτομα κι ένα μωράκι που αργότερα περπάτησε, ήταν δεν ήταν, 25 τετραγωνικά. Το κλειδωμένο δωμάτιο είχε μέσα τα πολύτιμα πράγματα της γιαγιάς, το τηλέφωνο, φρούτα και γλυκίσματα, την κιθάρα της αδερφής μου και το δικό μου αρμόνιο. Το δωμάτιο αυτό άνοιγε μόνο τα Χριστούγεννα… Στολίζαμε ένα μικρό δεντράκι με 3-4 μπαλίτσες και φωτάκια… και ταξιδεύαμε κοιτώντας τα, πέρναμε και το μωρό μαζί μας και του τραγουδούσαμε τα κάλαντα. Το μωράκι είχε μπερδευτεί νόμιζε ότι εγώ είμαι η μάνα του, είχε υστερία μαζί μου, γιατί εγώ το φρόντιζα όσο μπορούσα. Το άλλαζα κρυφά πάνες γιατί η γιαγιά φρίκαρε όταν κάναμε οτιδήποτε είχε μέσα την έννοια της κατανάλωσης, το έπλενα με κανένα κατσαρολάκι όταν έλειπε και του κανα απίστευτα παιχνίδια, τα οποία θυμάται μέχρι τώρα που είναι 28 χρονών άντρας !!!!
Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς έδινε λίγα χρήματα στο διευθυντή του σχολείου για τετράδια, μολύβια κλπ και μας ανάγκαζε κάθε φορά που χρειαζόμασταν κάτι να το ζητάμε από αυτόν. Αυτό μας διέλυε τον εγωισμό και πάρα πολλές φορές προσπαθούσαμε να βρούμε άλλη λύση στο πρόβλημά μας.
Οι απαιτήσεις της δεν είχαν όρια και ήταν απρόβλεπτη στις αντιδράσεις της. Όταν ο αδερφούλης μας περπάτησε, κάθε φορά που έπεφτε μας χρέωνε έλλειψη προσοχής. Κάποτε αντέδρασα, φώναξα, είπα «μα είναι 1,5 χρονών, είναι δυνατόν να μην πέσει;», η αντίδραση ήταν ακαριαία, η γιαγιά έκοβε ψωμί και εκείνο το μαχαίρι μου το κάρφωσε στο γόνατο. Έφυγα αλαφιασμένη από το σπίτι, την μαχαιριά δεν την καταλαβαίνεις λένε, έτσι ακριβώς, δεν κατάλαβα τίποτα. Στο δρόμο έτρεχε το αίμα από το μπατζάκι μου, γύρισα σπίτι και εκείνη ψύχραιμη μου είπε «για να με θυμάσαι πάντα». Το σημάδι υπάρχει στο γόνατό μου, αλλά πιστέψτε με, είχα χίλιους άλλους λόγους να τη θυμάμαι…
Τα χρόνια πέρασαν και κάποτε ήρθε η ώρα να φύγουμε για την περιβόητη Αθήνα!!! Μας έβαλε στο τραίνο μαζί με τα λίγα μπογαλάκια μας και την κιθάρα στο χέρι. Η Αθήνα δεν είχε ανάγκη από άλλα δύο ταλαιπωρημένα πλάσματα και τα συναισθήματά μας ήταν ανάμεικτα. Λυπόμασταν που αφήναμε τον τόπο μας και χαιρόμασταν που αποχαιρετούσαμε αυτή τη γυναίκα. Το τραίνο ξεκίνησε εκείνη καθόταν στην αποβάθρα, έκλαιγε φώναζε δυνατά ότι χάνει τα παιδιά της και μας χαιρετούσε δακρυσμένη… Θύμωσα τόσο πολύ… Τα δάκρυά της με σκότωσαν χειρότερα από τη μαχαιριά της και είναι ίσως και το μοναδικό πράγμα που δεν της έχω συγχωρήσει…

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

O Δάσκαλός μου

Καβάλα 1975
Θυμάμαι εκείνη την εποχή το σχολείο μόλις είχε σταματήσει να λειτουργεί Σάββατο, η ποδιά και το άσπρο γιακαδάκι καταργήθηκαν κάποια χρόνια μετά , ενώ το ξύλο ήταν καθημερινή κατάσταση στο σχολείο, ομαδικό (χάρακας) ή ατομικό (χαστούκι, τράβηγμα αυτιών, κλπ).Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκείνα τα περίεργα χρόνια της πτώσης της χούντας, νιώθαμε κι εμείς ότι βρισκόμαστε εν όψει αλλαγών.
Θυμάμαι την πρώτη μέρα του Αγιασμού (5η Δημοτικού), άλλαξα σχολείο και είχα άγχος. Πάντα μ’ έπιανε δέος με τα σχολικά κτίρια, το συγκεκριμένο είχε μεγάλα τεράστια παράθυρα, ενώ στην κύρια είσοδο είχε μαρμάρινα κεφαλόσκαλα που οδηγούσαν στην αυλή του σχολείου. Στα μάτια μου τότε φάνταζε επιβλητικό!
Τα παιδιά έτρεχαν και έπαιζαν παρέες- παρέες κι ενώ προσπαθούσα να εγκλιματιστώ παρατήρησα ένα ψηλό κύριο να κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, με πρασινογάλαζα μάτια και τον παρακολουθούσα συνεπαρμένη. Κάπου άκουσα τα παιδιά να λένε ότι είναι ο κύριος της Πέμπτης.
Από τότε ξεκίνησε μια πανέμορφη ιστορία που κράτησε δύο χρόνια. Μέσα στις επόμενες τρεις βδομάδες ο δάσκαλος αυτός είχε καταλάβει πόσο ανάγκη είχα να με προσέξει. Ήταν ευαίσθητος τρυφερός, ενώ στις ομαδικές τιμωρίες ίσα που μου χάιδευε το χέρι…
Ένα πρωινό άργησα την πρώτη ώρα, όταν έφτασα χτύπησα την πόρτα και εκείνος με κάλεσε στην έδρα, που έπρεπε να ανέβεις ένα τεράστιο βάθρο για να την πλησιάσεις. Με ρώτησε αν έφαγα (ήμουν μόλις 25) κιλά και του απάντησα θετικά, πολύ γρήγορα μ’ έστειλε στο σπίτι μου να φάω κι εγώ στάθηκα σ’ ένα παγκάκι έξω απ’ το σχολείο και ύστερα από μισή ώρα γύρισα δήθεν φαγωμένη.
Δεν είπε τίποτα, όμως ένιωθα ότι η κοιλιά μου είναι διαφανής και φαίνεται το φοβερό μου ψέμα. Στο διάλειμμα με κάλεσε στο γραφείο του, με ρώτησε τι συμβαίνει γιατί είμαι τόσο αδύνατη, τι έφαγα χθες κλπ. Δεν πήρε καμία αληθινή απάντηση και για την ώρα ένιωσα να εκτίθεμαι. Δεν με ξαναρώτησε ποτέ τίποτα, κάθε πρωί με φώναζε στο γραφείο του και μου’δινε μουρουνέλαιο, με παρακολουθούσε στενά, ενώ τώρα πιστεύω (τότε δεν το φανταζόμουν) ότι είχε καταλάβει πολύ περισσότερα από αυτά που έδειχνε.
Τα χρόνια έμοιαζαν Κατοχικά για μένα, όμως δεν είμαι και τόσο μεγάλη για να,χω τέτοιες εμπειρίες. Ήμουν ένα γελαστό παιδί που έτρεχε όλη την ώρα, ιδιαίτερα δημοφιλής, πλακατζού και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί σε ποια πραγματικότητα ζούσα, μόνο αυτός με «ακτινογραφούσε» καθημερινά.
Τον αγάπησα πραγματικά και του το δειχνα με κάθε τρόπο. Πρώτα απ΄όλα έγινα άριστη μαθήτρια, έκλαιγα κι εγώ μαζί του όταν έκλεινε τα παράθυρα της τάξης και τραγουδούσε «είμαστε δυο, είμαστε τρεις…», η καρδιά μου φτερούγιζε κάθε φορά που δάκρυζε και δεν έχανα ούτε ένα καρέ από αυτήν την εικόνα. Με κοίταζε στα μάτια και με ρωτούσα αν θα τον θυμάμαι πάντα… και εγώ μούδιαζα από συγκίνηση.
Είχα μάθει να πλένω και να σιδερώνω την ποδιά μου, να χτενίζω τα μαλλιά μου με χωρίστρα στην άκρη και να κοτσάρω κι ένα τσιμπιδάκι στις ξανθές μου μπούκλες. Νόμιζα ότι τίποτα δεν προδίδει τη φτώχια μέσα στην οποία ζούσα. Το χειμώνα μούδιαζε η ραχοκοκαλιά μου απ το κρύο, ενώ εκείνη τη χρονιά φορούσα ψηλά μποτάκια, τα οποία είχα λατρέψει, γιατί μπορούσα να τα φοράω χωρίς κάλτσες και να μην το καταλαβαίνει κανείς. Στο σπίτι γυρίζαμε με την αδερφή μου κι ανάβαμε τη σόμπα, πετώντας ένα αναμμένο σπίρτο, τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα γάλα με κομματάκια ψωμί, μερέντα και τόστ που φτιάχναμε με το σίδερο, αφού πρώτα το τυλίγαμε με ένα αλουμινόχαρτο. Όταν για κάποιο λόγο δεν είχαμε να φάμε εγώ είχα εφεύρει ένα κόλπο για να μην πονάει η κοιλιά μου από την πείνα, ξάπλωνα μπρούμυτα στο κρύο πάτωμα και έτσι πέρναγε ο πόνος, κάποιες φορές δεν το άντεχα και έκλαιγα απαρηγόρητη, τότε η αδελφή μου έτρεχε να μου χτυπήσει δύο αυγά με ζάχαρη. Δε θυμάμαι να ψωνίσαμε ποτέ ρούχα, σχολικές τσάντες ή να επισκεφθήκαμε γιατρό!
Όταν το σχολείο διοργάνωνε εκδρομές εγώ πάντα προφασιζόμουν την άρρωστη γιατί ντρεπόμουν να βάλω το σάντουιτς σε μια σακκούλα και πονοκεφάλιαζα να διαλέξω ποιο κουρέλι να φορέσω. Μία από αυτές τις φορές που θα πηγαίναμε εκδρομή ο δάσκαλος ανάγκασε τον οδηγό του πούλμαν να σταματήσει έξω από το σπίτι μου 6 το πρωί. Χτύπησε το κουδούνι και μου είπε «ετοιμάσου, περιμένουμε όλοι να ρθεις στην εκδρομή», μου δωσε το σακίδιό του και πήρε αυτός τη σακκούλα… Αυτή η εκδρομή απαθανατίστηκε σε μια φωτογραφία την οποία πλήρωσε ο ίδιος για να την αποκτήσω.
Κάποτε η μητέρα μου εμφανίστηκε στο σχολείο και ο δάσκαλος έμεινε αποσβολωμένος από την ομορφιά και την άψογη εμφάνισή της… Αμέσως μετά με συμβούλεψε να μη το βάζω κάτω, να πετύχω στη ζωή μου και να τον θυμάμαι πάντα. Από κει και πέρα πλήρωνε πάντα τη στολή μου για τις παρελάσεις, φρόντισε να βάλω γυαλιά γιατί δεν έβλεπα από το ένα μάτι και με έβαζε να τραγουδάω μπροστά σε όλο το σχολείο επαναστατικά τραγούδια (μετά την πτώση της χούντας φυσικά), ενώ αυτός δάκρυζε από χαρά…

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Η ζωή είναι απρόβλεπτη...

Διάβασα στο blog της Nelli το χρονικό ενός ατυχήματος και πραγματικά συγκινήθηκα και θυμήθηκα κι εγώ τη δική μου εμπειρία… Ξέρετε μέχρι να σου συμβεί δε πιστεύεις ποτέ ότι το επόμενο «θύμα», θα είσαι εσύ. Έχετε ιδέα τι σημαίνει ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ; Καλύτερα όχι και ακόμα καλύτερα να μη μάθετε ποτέ τι σημαίνει τραυματίας….
Αρκεί μια στιγμή για να αλλάξουν ΟΛΑ, μια τόσο δα στιγμούλα…. Η αίσθηση είναι κρύα, παγωμένος βγαίνεις έξω από το σώμα σου και παρακολουθείς τα τεκταινόμενα ή τουλάχιστον εγώ αντέδρασα έτσι.
Το 1991 είχα ένα σοβαρό τροχαίο με αυτοκίνητο, ως συνοδηγός. Το αυτοκίνητο παρέκκλινε της πορείας του, σε ένα επαρχιακό δρόμο της Δράμας, όπου είχα πάει για διακοπές και οδηγός ήταν ο άντρας της αδελφής μου. Έχασα τις αισθήσεις μου, ενώ τις ανάκτησα όταν ο γαμπρός μου με τράβαγε έξω από το διαλυμένο αυτοκίνητο, το οποίο είχε σφηνωθεί σε κάτι χωράφια.
Σκοτεινά θεοσκότεινα 3 η ώρα τα ξημερώματα… Γυρνάω και βλέπω το διαλυμένο αυτοκίνητο, ησυχία νεκρική σιγή, δεν ήξερα ακριβώς αν είχα γλιτώσει. Ο γαμπρός μου (ο οποίος δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά), έφυγε για βοήθεια και οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Κοιτώ τα χέρια μου δεν είχαν πάθει απολύτως τίποτα, μου’ κανε εντύπωση δεν είχε σπάσει ούτε νύχι… Τότε τι ακριβώς είχα πάθει; Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήμουν πεσμένη στο κρύο χώμα.
Προσπαθώ να σηκωθώ και δεν τα καταφέρνω «έσπασα το πόδι μου» σκέφτηκα… Είχε ένα φεγγάρι σαν κι αυτό το χθεσινό, που φώτιζε σαν αδιάκριτος προβολέας, κοιτάζω τα πόδια μου …. Ω Θεε μου!!! το αίμα έτρεχε από τους αστράγαλους και τα πόδια κρεμόντουσαν παραδομένα στην απίστευτη ατυχία… Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, δεν ξανακοίταξα τα πόδια μου και για την ακρίβεια μπόρεσα να τα αντικρίσω ύστερα από 2 χρόνια!
Δεν αισθάνθηκα ακριβώς φόβο, αλλά δέος μπροστά στην υπερβατική αυτή πραγματικότητα… Ήμουν 25 χρονών τότε και έφτασε μια στιγμούλα για να συνειδητοποιήσω ότι όλα χάθηκαν και τίποτα δεν θα ναι όπως παλιά… Πράγματι ακολούθησαν 2 επώδυνα χρόνια σε αναπηρικό καρότσι. Κοίταζα τους ανθρώπους στους αστράγαλους, ονειρευόμουν ότι περπατάω, ότι τρέχω σαν ανέμελο παιδάκι…. Είχα όμως υπομονή να περιμένω την ημέρα που θα σηκωθώ ΟΡΘΙΑ.
Η μέρα αυτή ήρθε!!!! Και τότε ένιωσα να γκρεμίζεται η νεανική μου αθωότητα, τότε απογοητεύτηκα περισσότερο γιατί κατάλαβα πως ότι πέρασε, πέρασε ανεπιστρεπτί… Έκανα μισή ώρα να διανύσω πολύ μικρές αποστάσεις (μπάνιο – κουζίνα), για πάρα - πάρα πολύ καιρό πίστευα πως η ζωή μου καταστράφηκε. ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΑ κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ ως τότε, το αποδέχτηκα σαν αναπηρία και με αυτό πορεύομαι ως τώρα.
Σήμερα μπορώ και περπατάω χωρίς κάποιος να καταλαβαίνει το πρόβλημά μου και αυτό με διατηρεί πραγματικά ήρεμη. Ωστόσο οι αντοχές είναι μηδαμινές, κουράζομαι εύκολα και μέχρι πολύ πρόσφατα 4-5 χρόνια πίστευα ότι αυτό είναι ότι χειρότερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Όταν η κορούλα μου περπάτησε την εκπαίδευσα να μην απομακρύνεται και δυστυχώς ήμουν πολύ αυστηρή σε αυτό… γιατί δεν μπορώ πλέον να τρέξω.
Γρήγορα κατέληξα στο συμπέρασμα καλύτερα πόδια που πονάνε παρά καθόλου πόδια…Πολύ γρήγορα η ζωή ήρθε να μου υπενθυμίσει ότι είναι απρόβλεπτη και δεν πρέπει να νομίζεις ότι τέλειωσαν όλα πριν πραγματικά τελειώσουν… Ο πόνος που πια έχει γίνει καθημερινότητα στη ζωή μου δεν ήταν το φοβερότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου τύχει, ακολούθησαν πολύ χειρότερα….
Πάντα όμως νιώθω σαν εκείνο το μικρό κορίτσι που τρέχοντας έπαιρνε σβάρνα τα κάγκελα των αυλών με τα δάχτυλα του χεριού…

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Τραπεζάκια έξω..

Ένας φιλόσοφος είπε για την τύχη ότι είναι η αιτία των μεγάλων συμφορών των ανθρώπων. Καλύτερα να αποτύχει μια πράξη που επιλέχθηκε ορθά, παρά να πετύχει, χάρη στην τύχη, αυτό που επιλέχθηκε λανθασμένα…. Αυτά είπε ο Επίκουρος, εμείς οι Έλληνες όμως, όπως βολεύει τον καθένα, κανείς δε σκέφτεται πέρα από το συμφέρον του.
Οι άμοιροι τουρίστες με τους χάρτες στα χέρια, έρμαια του Έλληνα οικογενειάρχη, που θα προικίσει την κόρη αύριο μεθαύριο, αλλά θα την αφήσει χωρίς τουρίστες, χωρίς οξυγόνο, χωρίς νερό…Αθάνατοι Έλληνες. Μετάνοιες στις εκκλησίες και κλέψιμο στο παγκάρι, γάμοι βαπτίσεις, κηδείες σε προσφορά! Σπαταλάμε τα παρόντα στην επιθυμία μας για τα απόντα, που δεν θα’ ρθουν ποτέ, δε θα’ μαστε ευχαριστημένοι ποτέ, μέχρι να ξεκάνουμε και την παραμικρή ανάσα ζωής αυτής της χώρας.
Φωτιές, οικόπεδα, τραπεζάκια στις παραλίες πάνω στο κύμα, κλέψιμο και άγιος ο Θεός. Η Αλβανία φαντάζει παράδεισος μπροστά σε ένα πανάκριβο καφέ στο Θησείο, μια κούρσα διαστημικής αξίας με το ταξί, ένα πανάκριβο τρισάθλιο δωμάτιο...
Μη τ'αφήνουμε όλα στην τύχη...Είναι σίγουρο ότι στο μέλλον θα υποφέρει αυτή η χώρα και το μέλλον μπορεί να μην έρθει για όλους, μας αφορά όλους...