Λατρεύω τις αληθινές ιστορίες… Και μια τέτοια ιστορία θα σας μεταφέρω σήμερα
Έτος 196…
Ταξιδεύω με τα μάτια ενός μικρού αγοριού που έφερε τη μυρωδιά της χρυσής δεκαετίας του `60 που χαράχτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στο «πάνθεον» του 20ου αιώνα. Οι πολιτικές, σεξουαλικές και μουσικές επαναστάσεις κάνουν τη δεκαετία αυτή να φαίνεται ιδανική… Ωστόσο η Ελλάδα είναι αποκομμένη από όλα, εξαιτίας της Χούντας και βιώνει τη δική της πραγματικότητα.
Με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και στο χέρι ένα ξυλαράκι, κάθομαι και παρατηρώ τις ακτίνες του ήλιου που λούζουν το μικρό σου προσωπάκι. Εγώ, ένας μικρός πρίγκιπας που αύριο θα γίνει άντρας κι εσύ μια βασίλισσα που αύριο μπορεί, μπορεί… να γίνεις η γυναίκα μου!
Λες και μυρτιές στάξαν το άρωμά τους και έλουσαν όλη την ύπαρξή σου και το όνομά σου, τι άλλο θα μπορούσε… Μυρσίνη!
Είμαι ένας αδύναμος μικρός πολεμιστής που χάνομαι στον ίσκιο σου και γεννιέμαι κάθε φορά που με κοιτάς. Παλεύω, μεγαλώνω για να σε κατακτήσω και πάλι απ την αρχή ξοδεύομαι σε σκέψεις, που ούτε η συνείδησή μου δε σηκώνει.
Κάποτε γίνομαι άντρας 20 χρονών και κάποτε 40, μα πάλι η σκέψη σου με φυλακίζει, για να΄ρθεις εσύ άγγελέ μου να με σώσεις… Με μια ματιά κοίταξα τη ζωή κι εκείνη μου κλεισε τα μάτια, για να μη θωρώ άλλες εικόνες έξω από τη δική σου. Με πήγε σε ποτάμια η ζωή και πάλι σαν διψασμένο οδοιπόρο με έριξε στα πόδια σου, μοναδική μου αγάπη… Με πήγε σε θάλασσες, μα πάλι αταξίδευτος λες κι ήρθα στη δική σου αγκαλιά. Με πήγε σε λιμάνια, μα πάλι ξέμεινα στους μόλους της δικής σου αγκαλιάς. Με πήγε στα ουράνια, μα πάλι με προσγείωσε στο χώμα, εκεί που τώρα σε ψάχνω, δίχως να ρίχνω το βλέμμα καταγής, αλλά στο μπλε του ουρανού σε αναζητώ, ζωή μου…
Κι όταν μου λένε «σ’ αγαπώ» κι όταν το ξεστομίζω, γυρίζω τα μάτια χαμηλά δεν αξανοίγω τα λαμπερά σου μάτια που κοίταξα αγάπησα μία και τελευταία φορά…
Άντρας πια τόλμησα να σου πω το σ αγαπώ και δεν το μετάνιωσα που εκείνο το πρωί ένοιωσα τη γη να συναντά τον ουρανό και η θάλασσα τους γλάρους. Τώρα με φάρους σκοτεινούς οδεύω, προχωράω, μα στη σκέψη μου είσαι ολοζώντανη, όπως τότε θυμάσαι Μυρσίνη; Τότε που σου δωσα το πρώτο φιλί! Από τότε τριγυρίζω στα μονοπάτια της ζωής, θαρρείς κουρασμένος, ταλαίπωρος, ψάχνοντας κάτι από εκείνη τη μαγική στιγμή…Καλή αντάμωση αγάπη μου…
Έτος 196…
Ταξιδεύω με τα μάτια ενός μικρού αγοριού που έφερε τη μυρωδιά της χρυσής δεκαετίας του `60 που χαράχτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στο «πάνθεον» του 20ου αιώνα. Οι πολιτικές, σεξουαλικές και μουσικές επαναστάσεις κάνουν τη δεκαετία αυτή να φαίνεται ιδανική… Ωστόσο η Ελλάδα είναι αποκομμένη από όλα, εξαιτίας της Χούντας και βιώνει τη δική της πραγματικότητα.
Με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και στο χέρι ένα ξυλαράκι, κάθομαι και παρατηρώ τις ακτίνες του ήλιου που λούζουν το μικρό σου προσωπάκι. Εγώ, ένας μικρός πρίγκιπας που αύριο θα γίνει άντρας κι εσύ μια βασίλισσα που αύριο μπορεί, μπορεί… να γίνεις η γυναίκα μου!
Λες και μυρτιές στάξαν το άρωμά τους και έλουσαν όλη την ύπαρξή σου και το όνομά σου, τι άλλο θα μπορούσε… Μυρσίνη!
Είμαι ένας αδύναμος μικρός πολεμιστής που χάνομαι στον ίσκιο σου και γεννιέμαι κάθε φορά που με κοιτάς. Παλεύω, μεγαλώνω για να σε κατακτήσω και πάλι απ την αρχή ξοδεύομαι σε σκέψεις, που ούτε η συνείδησή μου δε σηκώνει.
Κάποτε γίνομαι άντρας 20 χρονών και κάποτε 40, μα πάλι η σκέψη σου με φυλακίζει, για να΄ρθεις εσύ άγγελέ μου να με σώσεις… Με μια ματιά κοίταξα τη ζωή κι εκείνη μου κλεισε τα μάτια, για να μη θωρώ άλλες εικόνες έξω από τη δική σου. Με πήγε σε ποτάμια η ζωή και πάλι σαν διψασμένο οδοιπόρο με έριξε στα πόδια σου, μοναδική μου αγάπη… Με πήγε σε θάλασσες, μα πάλι αταξίδευτος λες κι ήρθα στη δική σου αγκαλιά. Με πήγε σε λιμάνια, μα πάλι ξέμεινα στους μόλους της δικής σου αγκαλιάς. Με πήγε στα ουράνια, μα πάλι με προσγείωσε στο χώμα, εκεί που τώρα σε ψάχνω, δίχως να ρίχνω το βλέμμα καταγής, αλλά στο μπλε του ουρανού σε αναζητώ, ζωή μου…
Κι όταν μου λένε «σ’ αγαπώ» κι όταν το ξεστομίζω, γυρίζω τα μάτια χαμηλά δεν αξανοίγω τα λαμπερά σου μάτια που κοίταξα αγάπησα μία και τελευταία φορά…
Άντρας πια τόλμησα να σου πω το σ αγαπώ και δεν το μετάνιωσα που εκείνο το πρωί ένοιωσα τη γη να συναντά τον ουρανό και η θάλασσα τους γλάρους. Τώρα με φάρους σκοτεινούς οδεύω, προχωράω, μα στη σκέψη μου είσαι ολοζώντανη, όπως τότε θυμάσαι Μυρσίνη; Τότε που σου δωσα το πρώτο φιλί! Από τότε τριγυρίζω στα μονοπάτια της ζωής, θαρρείς κουρασμένος, ταλαίπωρος, ψάχνοντας κάτι από εκείνη τη μαγική στιγμή…Καλή αντάμωση αγάπη μου…