Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Μυρσίνη...


Λατρεύω τις αληθινές ιστορίες… Και μια τέτοια ιστορία θα σας μεταφέρω σήμερα

Έτος 196…
Ταξιδεύω με τα μάτια ενός μικρού αγοριού που έφερε τη μυρωδιά της χρυσής δεκαετίας του `60 που χαράχτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στο «πάνθεον» του 20ου αιώνα. Οι πολιτικές, σεξουαλικές και μουσικές επαναστάσεις κάνουν τη δεκαετία αυτή να φαίνεται ιδανική… Ωστόσο η Ελλάδα είναι αποκομμένη από όλα, εξαιτίας της Χούντας και βιώνει τη δική της πραγματικότητα.

Με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και στο χέρι ένα ξυλαράκι, κάθομαι και παρατηρώ τις ακτίνες του ήλιου που λούζουν το μικρό σου προσωπάκι. Εγώ, ένας μικρός πρίγκιπας που αύριο θα γίνει άντρας κι εσύ μια βασίλισσα που αύριο μπορεί, μπορεί… να γίνεις η γυναίκα μου!

Λες και μυρτιές στάξαν το άρωμά τους και έλουσαν όλη την ύπαρξή σου και το όνομά σου, τι άλλο θα μπορούσε… Μυρσίνη!

Είμαι ένας αδύναμος μικρός πολεμιστής που χάνομαι στον ίσκιο σου και γεννιέμαι κάθε φορά που με κοιτάς. Παλεύω, μεγαλώνω για να σε κατακτήσω και πάλι απ την αρχή ξοδεύομαι σε σκέψεις, που ούτε η συνείδησή μου δε σηκώνει.

Κάποτε γίνομαι άντρας 20 χρονών και κάποτε 40, μα πάλι η σκέψη σου με φυλακίζει, για να΄ρθεις εσύ άγγελέ μου να με σώσεις… Με μια ματιά κοίταξα τη ζωή κι εκείνη μου κλεισε τα μάτια, για να μη θωρώ άλλες εικόνες έξω από τη δική σου. Με πήγε σε ποτάμια η ζωή και πάλι σαν διψασμένο οδοιπόρο με έριξε στα πόδια σου, μοναδική μου αγάπη… Με πήγε σε θάλασσες, μα πάλι αταξίδευτος λες κι ήρθα στη δική σου αγκαλιά. Με πήγε σε λιμάνια, μα πάλι ξέμεινα στους μόλους της δικής σου αγκαλιάς. Με πήγε στα ουράνια, μα πάλι με προσγείωσε στο χώμα, εκεί που τώρα σε ψάχνω, δίχως να ρίχνω το βλέμμα καταγής, αλλά στο μπλε του ουρανού σε αναζητώ, ζωή μου…
Κι όταν μου λένε «σ’ αγαπώ» κι όταν το ξεστομίζω, γυρίζω τα μάτια χαμηλά δεν αξανοίγω τα λαμπερά σου μάτια που κοίταξα αγάπησα μία και τελευταία φορά…

Άντρας πια τόλμησα να σου πω το σ αγαπώ και δεν το μετάνιωσα που εκείνο το πρωί ένοιωσα τη γη να συναντά τον ουρανό και η θάλασσα τους γλάρους. Τώρα με φάρους σκοτεινούς οδεύω, προχωράω, μα στη σκέψη μου είσαι ολοζώντανη, όπως τότε θυμάσαι Μυρσίνη; Τότε που σου δωσα το πρώτο φιλί! Από τότε τριγυρίζω στα μονοπάτια της ζωής, θαρρείς κουρασμένος, ταλαίπωρος, ψάχνοντας κάτι από εκείνη τη μαγική στιγμή…Καλή αντάμωση αγάπη μου…

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Κομμωτήρια Nicolas

«ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΜΠΕΙΡΗ ΜΑΝΙΚΙΟΥΡΙΣΤ ΑΠΟ ΑΛΥΣΙΔΑ ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΩΝ, ΜΙΣΘΟΣ, BONUS, THΛ…..»
Δεν είναι κακή ιδέα σκέφτηκα… για την ακρίβεια σκέφτηκα ότι αν έχω την τύχη να ζήσω θα πρέπει με έναν τρόπο να επιβιώνω.
12/1/200… Σημαντική μέρα… ήταν η μέρα που έκανα την τελευταία χημειοθεραπεία. Αυτή η Τετάρτη δεν ήταν σαν όλες τις άλλες… Κάθομαι διαλυμένη στον καναπέ, το παιδί παίζει στο χαλί και το μάτι μου πέφτει στην αγγελία… Μα! Δεν έχω ιδέα από αυτή τη δουλειά, πώς;
Ξημέρωσε ο Θεός την Πέμπτη, πρωινό και φιλί στο παιδί, εμετούς… Μπαίνω στο μπάνιο… όχι, όχι δεν θα αγχωθώ πόσα μαλλιά θα πέσουν ακόμα ΤΕΛΟΣ! Ντύνομαι, βάφομαι, καπέλο, μπότες και βουρ για την συνέντευξη…

-Έχετε ξαναδουλέψει σε μανικιούρ;
- Πολύ λίγο (ψέμα)
- Θέλετε καφέ;
- Όχι ευχαριστώ (εδώ και 6 μήνες ξερνάω με τους καφέδες)
-Κάτι να σας κεράσουμε…
- (φιρί φιρί το πάει)
- Λοιπόν κατάλαβα…. Δεν έχετε εμπειρία στη δουλειά αυτή. Θέλετε να εκπαιδευτείτε σε ένα κατάστημά μας και στη συνέχεια να δουλέψετε;
-Και βέβαια θα το θελα. Πότε ξεκινάμε;
-Αύριο

Την άλλη μέρα μάζεψα τα κομμάτια μου και πήγα στο Χαλάνδρι. Είχα χρόνο μέσα στο αυτοκίνητο να βαφτώ, να κρύψω τη χλομάδα και τα μαύρα μάτια και να χαπακωθώ για να μπορώ να σταθώ.
Μπαίνω στο κομμωτήριο, μου συστήνουν μια κοπέλα, την οποία θα έπρεπε να παρακολουθώ πώς δουλεύει με τις πελάτισσες, για να μάθω.
10:10 πμ η πρώτη πελάτισσα σκάει μύτη, καλαθάκια, λίμες, μανώ, τραπεζάκια… μπροστά της και δίπλα όρθια εγώ να παρακολουθώ… Να κλέβω την τέχνη που έλεγε και η μάνα μου. Πέρασε μισή ώρα η πελάτισσα με ευχαρίστησε για τον καφέ που της έκανα και μου δωσε 1 ευρώ. Πώ! Έκανα πώς δεν το είδα, δεν το επεξεργάστηκα καθόλου.

11:00 πμ ησυχία στο μαγαζί…Παίρνω μια καρέκλα… κάθομαι, έρχεται η υπεύθυνη του μαγαζιού «Σήκω, εδώ δεν καθόμαστε είναι η τακτική του μαγαζιού, όρθιες ακόμα κι αν δεν έχει δουλειά». Σηκώνομαι, ψάχνω κάπου να ακουμπήσω, το στομάχι δεν έχει συνέλθει, είναι Παρασκευή και εγώ τελείωσα την Τετάρτη, πώς είναι δυνατόν να είχα συνέλθει.

Ώρα 12:00, έχουν έρθει δύο πελάτισσες, εγώ δίπλα παρακολουθώ την «τέχνη», σε κενό αέρος, χωρίς να χω ένα τοίχο έστω να ακουμπήσω. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα, πόσες ώρες είχα καταφέρει να σταθώ όρθια και ακίνητη μετά το ατύχημα; Περίπου 1 ώρα, τώρα είχαν περάσει 2 ώρες, πονούσα…

13:15 φτιάχνω γαλλικό για μια πελάτισσα, αδειάζω τασάκια, σκουπίζω τρίχες και «κλέβω» και την τέχνη… σταθερά όρθια, τα πόδια δεν τα νιώθω πια.
2:30 ακουμπισμένη σ ένα καθρέπτη προσπαθώ να κρύψω το χάλι μου, σε 5 λεπτά διάλειμμα… Βυθίζομαι στην καρέκλα για ένα ολόκληρο τέταρτο! Προσπαθώ να σηκωθώ, κουτσαίνω, προσπαθώ να το κρύψω, η μέντοράς μου το κατάλαβε με πήρε παρακεί, με ρώτησε αν θέλω να κάτσω και με πήγε στη χαλάουα, ένα δωμάτιο- καταφύγιο για να με ξεκουράσει.
Καθίσαμε άλλα 10 λεπτά…Πελάτισσα για μανικιούρ, εγώ δίπλα σταθερά και η ώρα είναι 16:00 μμ. Ρώτησα τι ώρα σχολούσαμε "σε 4 ώρες"… εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι σίγουρα θα λιποθυμούσα, δεν θα μπορούσα να αντέξω τόσο πολύ. Η ώρα είναι 20:15 μμ Εγώ είμαι στο αυτοκίνητό μου, δεν μπορώ να οδηγήσω από τους φρικτούς πόνους, κλαίω απαρηγόρητη και πηγαίνω προς το σπίτι. Έφτασα!!! Στις σκάλες συναντώ τον πρώην πεθερό μου, με παίρνει αγκαλιά και με πάει στο σπίτι…
Σάββατο, 10:00 πμ, εγώ σταθερά όρθια μ΄ ένα τασάκι στο χέρι, πέρασε μια βδομάδα, πήρα τηλέφωνο τον ορθοπεδικό, τον ρώτησα τι θα μπορούσαν να πάθουν τα πόδια με τόση ορθοστασία… Να σπάσουν μου απάντησε…
Πέρασε ένας μήνας, εγώ σταθερά όρθια, έχω μάθει τη δουλειά και κάθομαι μόνο όταν περισσεύει καμιά πελάτισσα. Κάθε βράδυ γυρνάω στο σπίτι και ανεβαίνω με τα γόνατα τα σκαλιά, πονάω, υποφέρω κλαίω, αλλά το πρωί πάλι εκεί…

25η Μαρτίου Η κόρη παρελαύνει, συνήθως δεν άντεχα να δω όλη την παρέλαση, φέτος όμως είχα προπονηθεί στην ορθοστασία… Περνάει από μπροστά μου με κοιτάει λοξά, ήταν τόσο όμορφη Θεέ μου! Το χειροκρότημά μου ακούστηκε μέχρι τη στρατόσφαιρα, είμαι σίγουρη. Αξίζει να παλέψω μόνο για αυτήν σκέφτηκα, γιατί ταλαιπωρούμαι τόσο πολύ; Γιατί μισώ τον εαυτό μου τόσο πολύ;

ΘΑ ΠΑΡΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΞΙΖΕΙ

Φεύγω απ το κομμωτήριο, βάζω αγγελίες, βρίσκω πελάτισσες να ρχονται στο σπίτι, ίσα – ίσα για να μαθαίνω τη δουλειά και να εξασκούμαι. Από τη μια η λεκάνη και τα μανικιούρ και από την άλλη τα βιβλία… Το βράδυ διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα….
Ήξερα πώς είναι δύσκολο να το καταφέρω, αλλά ήταν το όνειρό μου έπρεπε να προσπαθήσω.
Είχαν περάσει 6 μήνες τα μαλλιά άρχισαν να βγαίνουν, ενώ από το πολύ διάβασμα παραπατούσα. Είχα ακούσει ότι οι κατακτήριες είναι δύσκολο πράγμα, αλλά όταν βρέθηκα στην αίθουσα μαζί με άλλους 300 υποψήφιους δάσκαλους… τότε σκέφτηκα ότι πολύ σωστά έκανα και έμαθα την τέχνη του μανικιούρ…
Κόσμος και ντουνιάς για 3 θέσεις… κατέρρευσα, έδωσα τα μαθήματα και ύστερα βυθίστηκα στην απογοήτευση.

29/12/2005 δεύτερο χειρουργείο….

2/2/2006 ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΠΕΡΑΣΑΤΕ 3η!

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Το θαύμα της ζωής

Ιούνιος 2004
Ανοίγω τα μάτια, θολά τα πάντα γύρω μου, τον ψάχνω… Αυτό ήταν τέλειωσαν όλα, αυτό ήταν, έλεγα από μέσα μου, το ξερα πως δε θα ήμουν πια η ίδια, αλλά δεν είχα τρόπο να αμυνθώ σε αυτό, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Ο πόνος της εγχείρισης ανύπαρκτος, όμως κάθε κύτταρο του κορμιού μου είχε καταβληθεί από συναισθηματικό κενό και ψυχικό πόνο.
Βράδιασε και απέμεινα μόνη, στο νοσοκομείο, δίπλα μου ήταν μια κοπέλα εγχειρισμένη κι αυτή… Ο γιατρός μπαίνει μέσα και ο άντρας της κοπέλας σηκώνεται «Έχω ευχάριστα νέα, ο όγκος είναι καλοήθης, σε δύο μέρες ελάτε να σας βγάλω τις γάζες απ το στήθος». Σε λίγα λεπτά και αφού έφυγε ο γιατρός, η κοπέλα παίρνει το κοριτσάκι της τηλέφωνο… «έλα αγάπη μου….». Όλο το βράδυ ο άντρας, της κράταγε τρυφερά το χέρι και εκείνη κοιμόταν, χωρίς να ξέρει από τι είχε γλιτώσει…
Εγώ δίπλα έκλαιγα σιωπηλά, είχα χάσει την αίσθηση όλης της αριστερής πλευράς και ήμουν ανίκανη να σηκωθώ έστω και λιγάκι… Απέμεινα ξαπλωμένη ως το πρωί, μέχρι να ρθει κάποιος να με βοηθήσει… Είναι τόσο παγωμένες αυτές οι στιγμές που μοιάζουν σαν το κοίταγμα στον καθρέπτη, που πάντα λέει αλήθειες, απλά εμείς τις ερμηνεύουμε ανάλογα με τις διαθέσεις μας.
Το θαύμα της ζωής μετατρέπεται σε αγώνα επιβίωσης και αυτό αφαιρεί κάτι απ τη μαγεία της. Πρέπει να σταθώ όρθια έχω κι εγώ ένα κοριτσάκι που με περιμένει στο σπίτι, σκέφτηκα… ΦΟΒΟΣ το πιο θλιβερό συναίσθημα, το συναίσθημα που εκμηδενίζει όλα τ’ άλλα συναισθήματα….
Το ότι φοβόμουν το ήξερα καλά, ότι δεν είχα σε ποιον να το πω ήταν μια ανακάλυψη εκείνων των ημερών!!!!!!!!!!!!!!!!
Ω! Θεέ μου!!! Βοήθησέ με μονολογούσα… δεν ξέρω με είχε πιάσει υστερία να μην καταλάβει το παιδί μου τίποτα, ψεύτικα στήθη υπήρχαν, ψεύτικα χαμόγελα όμως δεν βρήκα πουθενά. Κατέφτασα στο σπίτι, μαρτύριο…
Χημειοθεραπείες, διαζύγια, επιβίωση… Γιατί δεν βλέπουν ότι υποφέρω; σκεφτόμουν, γιατί είναι τόσο δύσκολο να συμπαρασταθείς σε ένα άνθρωπο που σε χρειάζεται; Γιατί τώρα; Ερωτήματα που ποτέ δεν απαντήθηκαν.
Στέκομαι γυμνή στο καθρέπτη και κοιτώ εμένα, αυτή είμαι εγώ!!! Καταπίνω τον κόμπο στον λαιμό, χαϊδεύω την ψυχή μου με γλυκόλογα, απαλύνω το φόβο μου με προσευχές… Πόσο ακόμα θα δακρύζω… ηρέμησε ψυχή μου αυτά είναι κρέατα και κόκαλα, άνοιξε τα σκουπίδια να δεις που καταλήγουν…Την ψυχή μου καμιά αρρώστια δεν μπορεί να τη λαβώσει, καμιά… Να μαι πάλι όρθια γελάω, φορώ χρωματιστό μπλουζάκι, μου κλείνω το μάτι, κραγιόν στα χείλη, χαμόγελο…
Ο αγώνας ποτέ δε σταματά, το κορμί διαλύθηκε ακόμη μια φορά, αλλά η ψυχή αντιστέκεται στους ακρωτηριασμούς. Όρθια πάντα θα παλεύω… θα ανασαίνω μέχρι να φορτώσει η καινούρια παρτίδα και πάλι στη μάχη. Το να επιβιώνω είναι ένστικτο, το να ζω όμως είναι θαύμα, χωρίς γερά πόδια, χωρίς στήθος, αλλά με αρτιμελή ψυχή, με αυτή που σας μιλώ τώρα, με αυτή που με στήνει όρθια σε θέση μάχης…

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Η ΣΟΦΙΑ

ΚΑΒΑΛΑ 1975

Αύγουστος, μεσημέρι κι ένα οκτάχρονο αγοροκόριτσο τριγυρίζει, στη γειτονιά. Όλα τα παιδιά έχουν κρυφτεί στη σπιτική τους θαλπωρή, είναι μεσημέρι και ξεκουράζονται μαζί με τους γονείς τους…Εγώ κρατώ μια βέργα (βίτσα) και ζωγραφίζω τους χωμάτινους δρόμους της γειτονιάς, που όταν έβρεχε λασπώνανε…
Κάθομαι στο πεζοδρόμιο, απέναντι από το σπίτι της Σόφης και ζωγραφίζω τάχα ανέμελα και αδιάφορα. Ησυχία, μόνο τα τζιτζίκια ακούγονταν και μακριά μακριά η κατηφόρα γυάλιζε απ’ την πολλή ζέστη. Στην πλάτη μου έχω τα κάγκελα ενός τρελοκομείου, ένας τρελός με παρακολουθεί και φτύνει συχνά πυκνά τα χέρια του…«Είναι μεσημέρι… δεν πρόκειται να κατέβει να παίξουμε», σκέφτηκα.
Τα χέρια μου ζωγραφίζουν μηχανικά μια καρδιά και ένα βέλος, πάνω απ το βέλος έγραψα Λούση και κάτω απ το βέλος Σόφη. Μαζί με τη Σόφη το κάναμε συνέχεια αυτό, ζωγραφίζαμε καρδιές, με τα αρχικά μας και συμπληρώναμε: Λ+Σ = φίλες για πάντα…
Η Σόφη ήταν ένα ξανθό κοριτσάκι με ίσια μαλλάκια και φραντζούλα στο μέτωπο, όταν έτρεχε η φραντζούλα χώριζε στη μέση και αυτός ήταν ο λόγος που κάθε απόγευμα προσπαθούσα μάταια να ισιώσω κι εγώ τα μαλλιά μου. Το «Φίλες για πάντα» για μένα φάνταζε γλυκιά παρηγοριά. Κάποτε της ζήτησα να φύγουμε απ τα σπίτια μας για μια μέρα κι αυτό θα ήταν για μένα απόδειξη της παντοτινής φιλίας μας. Σκαρφάλωσα πάνω σε ένα δέντρο και την προέτρεψα να ανέβει. Με δυσκολία ανέβηκε της έδωσα το χέρι, ανεβήκαμε ψηλααααααααααα και χωθήκαμε στα πυκνά του φύλλα. Στην αρχή γελάγαμε, πέρασαν 3 ώρες και μεις προσπαθούσαμε να αποδείξουμε την παντοτινή μας φιλία. Η Σόφη έβαλε τα κλάματα και προσπαθούσε να με πείσει ότι θα ναι παντοτινή μου φίλη, αλλά έπρεπε να φύγει, για να μην ανησυχούν οι δικοί της. Εγώ απέμεινα στο δέντρο μόνη για ώρες… δεν της κράτησα κακία, ίσα- ίσα αισθάνθηκα άσχημα για την ψυχολογική πίεση που της ασκούσα.
Ήρθε η μέρα που θα φεύγαμε για πάντα απ την Καβάλα, 13 χρονών πια της εξήγησα ότι τίποτα δεν θα αλλάξει….Κλαίγαμε απαρηγόρητες για το κακό που μας βρήκε. Μετά από 3 χρόνια αποφάσισα να τη βρω και να της κάνω έκπληξη… Πήγα στο γυμνάσιο όπου φοιτούσε, εξήγησα στον διευθυντή ότι ψάχνω την καλύτερή μου φίλη και εκείνος με οδήγησε στην τάξη της, την ώρα του μαθήματος. Μια όμορφη δεσποινίδα σηκώθηκε, όλο ενθουσιασμό απ το θρανίο της με αγκάλιασε σφικτά και η καρδιά της κόντευε να σπάσει το δικό μου στέρνο.
Πέρασαν τα χρόνια και η Σόφη σπούδαζε χημικός στη Θεσσαλονίκη που και που συναντιόμασταν και τα λέγαμε, ποτέ όμως δεν αισθάνθηκα ότι κάτι άλλαξε μεταξύ μας. Κάποτε την προέτρεψα να ρθει στην Αθήνα να γνωρίσει την κόρη μου που ήταν ενός ετους τότε. Πράγματι συναντηθήκαμε στον ηλεκτρικό, γυναίκα πια, η Σόφη 27 χρονών, όμορφη, με κοίταζε με θαυμασμό όπως πάντα.
Αγκάλιασε την κορούλα μου με αγάπη και ένιωσα να πλημμυρίζω συναισθήματα εκείνη την στιγμή. Τα λέγαμε όλο το βράδυ, θυμόμασταν όλα εκείνα που περάσαμε μαζί και στείλαμε νωρίς – νωρίς τον άντρα μου για ύπνο. Κοιταχτήκαμε και είπαμε «φίλες για πάντα» και έτσι χωρίσαμε… Λίγους μήνες μετά την αναζήτησα για να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου άφησε διακριτικά στο χωλ του σπιτιού. Από την ένταση δεν το πρόσεξα και ύστερα από καιρό δια της ατόπου κατάλαβα ότι το δώρο είναι της φιλεναδίτσας μου. Δεν ήξερα τηλέφωνο πήρα τις πληροφορίες, στην τηλεφωνική γραμμή ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, ζήτησα τη Σόφη…
Τώρα μεγάλη πια κάθομαι στο ίδιο πεζοδρόμιο και κοιτώ το σπίτι σου με την ίδια αγωνία. Ο δρόμος δεν είναι πια χωμάτινος και τα παιδιά κουκουλώνονται στα σπίτια τους. Θαρρείς και θα ξεπροβάλλεις απ τις σκάλες τους σπιτιού σου, με το κοντό σου σορτσάκι και το όμορφο χαμόγελο. Περίμενέ με, χρειάζομαι κάποιος να με περιμένει «φίλες για πάντα» θυμάσαι Σόφη; Όπως και τότε έτσι και τώρα ΦΟΒΑΜΑΙ….


ΥΓ. Στην μνήμα της φίλης μου Σόφης Σιδερίδου που άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 27 χρονών, όταν το αυτοκίνητό της γκρεμίστηκε στα βράχια ενός νησιού….

Κυριακή 27 Ιουλίου 2008

Η γιαγιά...

Φαντάζομαι ότι λίγο πολύ όλοι έχουμε γιαγιά… Ξέρουμε πόσο σημειολογική είναι η παρουσία αυτού του προσώπου στις ζωές μας.
Εγώ είχα την «τύχη» να ζήσω μαζί της για τρία χρόνια, μεταξύ 14 και 17 χρονών. Κουβαληθήκαμε στο σπίτι της με την υπόσχεση ότι θα μείνουμε ένα καλοκαίρι και τελικά περάσαμε τρία ολόκληρα χρόνια!!! Μου είναι πραγματικά δύσκολο να σκιαγραφήσω τη ζωή μου εκείνο το διάστημα. Το να αποχωρίζεσαι τους γονείς σου είναι σκληρό έτσι κι αλλιώς σε αυτές τις ηλικίες, πόσο μάλλον να περιθάλπεσαι από μια γυναίκα 62 χρονών τότε, προικισμένη με σκληρότητα άνευ προηγουμένου.
Έτσι κι αλλιώς εγώ και η αδερφή μου ήμασταν πολύ ταλαιπωρημένες έως τότε και η συνέχεια φάνταζε λογική στο μυαλό μας. Μέχρι και τώρα δεν έχω συναντήσει πιο ευρηματικό άνθρωπο στα καψόνια, πράγμα που το γνωρίζαμε και γι αυτό την αποφεύγαμε, τα καλοκαίρια ή τα Σαββατοκύριακα…
Είχα πιστέψει πια ότι θα μείνουμε εκεί για πάντα και με αυτήν την ψυχολογία την αντιμετώπιζα. Προσπαθούσα να τη συναντήσω, να την ψυχολογήσω και ήταν αδύνατο να τη βρω…
Ζούσαμε σε ένα πολύ πολύ μικρό δυάρι, στην κουζινούλα είχε ένα μικρό ντιβάνι που κοιμόταν η αδερφή μου, και στο ένα δωμάτιο κοιμόμουν έγω σε ένα σπασμένο καναπέ (50 πόντους φάρδος), πιο δίπλα ήταν το κρεβάτι της γιαγιάς και παραπέρα η κούνια του νεογέννητου αδερφού μας. Μεταξύ κούνιας και κρεβατιού υπήρχε ένα κομοδίνο που πάντα φιλοξενούσε ένα αναμμένο τσιγάρο που ντουμάνιαζε όλο το δωμάτιο και προκαλούσε δυσφορία σε όλους, αλλά και στο μωράκι…
Η γιαγιά μόλις είχε πάρει τη σύνταξή της και βρέθηκε με τρία παιδιά, που δίχως άλλο τ’ αγαπούσε, πολύ περισσότερο όμως αγαπούσε τον εαυτό της. Η σκληρή οικονομία ήταν ο πρώτος όρος που τέθηκε προκειμένου να ζήσουμε αρμονικά. Η ευρηματικότητα αυτής της γυναίκας ήταν απίστευτη… Κατήργησε το θερμοσίφωνο, η μπανιέρα άδειαζε μία φορά την εβδομάδα για να κάνουμε μπάνιο, τις υπόλοιπες ήταν γεμάτη με βρομόνερα από το πληντύριο ρούχων και με κουβά ρίχναμε νερό στην τουαλέτα. Η λάμπα του μπάνιου καταργήθηκε πολύ γρήγορα και τη θέση της πήρε ένα κερί και το χαρτί υγείας έδωσε τη θέση του σε εφημερίδες. Όταν ήμασταν σε δύσκολες μέρες μας επέτρεπε να βράσουμε λίγο νερό στην κατσαρόλα και φορούσαμε ότι φορούσε κι αυτή πριν 40 χρόνια. Εκείνες οι μέρες ήταν εφιαλτικές, πλέναμε συνεχώς πανιά και εκείνη τρελαινόταν από τη φοβερή σπατάλη νερού και απορρυπαντικού. Πολύ γρήγορα αποκτήσαμε προβλήματα και αναγκάστηκε να βάλει χαρτί υγείας μοιρασμένο σε κομμάτια, για να ξέρουμε πόσο θα χρησιμοποιούμε κάθε φορά, σε αντίθετη περίπτωση είχαμε υστερίες…
Μια μέρα μας ανακοίνωσε ότι δεν έχει χρήματα να μας ταΐζει και ότι μας έγραψε στο ΠΙΚΠΑ. Κάθε μεσημέρι σχολούσαμε από το σχολείο και πηγαίναμε στο ΠΙΚΠΑ για φαγητό, εκεί συναντήσαμε συμμαθητές μας που δε γνωρίζαμε ότι ήταν ορφανοί, άρρωστα παιδιά, φτώχεια, μιζέρια…
Ωστόσο δε σταματούσα να ονειρεύομαι ποτέ!!! Ήμουν πολύ καλή αθλήτρια της ενόργανης τότε και συμμετείχα σε αγώνες τοπικούς, μαζεύοντας ασήμαντα μετάλλια. Δεν άργησε πολύ να την ενοχλεί το γεγονός ότι πήγαινα στις προπονήσεις, όμως δεν μπορούσε να με σταματήσει διότι κάθε φορά που προσπαθούσε να με εμποδίσει δέχονταν πιέσεις από τους προπονητές. Η γιαγιά όμως ήταν ανεπανάληπτη, ως συνταξιούχος νοσοκόμα γνώριζε πολλούς γιατρούς, κάποιος από αυτούς «διέγνωσε» πρόβλημα στα νεφρά, η γυμναστική έπρεπε να κοπεί άμεσα. Αργότερα όταν έμεινα έγκυος υποβλήθηκα σε εξετάσεις, διότι επέμενα ότι έχω πρόβλημα στα νεφρά και πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι και αυτό ήταν άλλη μια ραδιουργία της γιαγιάς.
Η γιαγιά στην προηγούμενή της ζωή πρέπει να ήταν η μάνα του Χιτλερ, το σπίτι ήταν πραγματικό στρατόπεδο Άουσβιτς. Το ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού ήταν πάντα κλειδωμένο και ο χώρος που κινούμασταν 3 άτομα κι ένα μωράκι που αργότερα περπάτησε, ήταν δεν ήταν, 25 τετραγωνικά. Το κλειδωμένο δωμάτιο είχε μέσα τα πολύτιμα πράγματα της γιαγιάς, το τηλέφωνο, φρούτα και γλυκίσματα, την κιθάρα της αδερφής μου και το δικό μου αρμόνιο. Το δωμάτιο αυτό άνοιγε μόνο τα Χριστούγεννα… Στολίζαμε ένα μικρό δεντράκι με 3-4 μπαλίτσες και φωτάκια… και ταξιδεύαμε κοιτώντας τα, πέρναμε και το μωρό μαζί μας και του τραγουδούσαμε τα κάλαντα. Το μωράκι είχε μπερδευτεί νόμιζε ότι εγώ είμαι η μάνα του, είχε υστερία μαζί μου, γιατί εγώ το φρόντιζα όσο μπορούσα. Το άλλαζα κρυφά πάνες γιατί η γιαγιά φρίκαρε όταν κάναμε οτιδήποτε είχε μέσα την έννοια της κατανάλωσης, το έπλενα με κανένα κατσαρολάκι όταν έλειπε και του κανα απίστευτα παιχνίδια, τα οποία θυμάται μέχρι τώρα που είναι 28 χρονών άντρας !!!!
Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς έδινε λίγα χρήματα στο διευθυντή του σχολείου για τετράδια, μολύβια κλπ και μας ανάγκαζε κάθε φορά που χρειαζόμασταν κάτι να το ζητάμε από αυτόν. Αυτό μας διέλυε τον εγωισμό και πάρα πολλές φορές προσπαθούσαμε να βρούμε άλλη λύση στο πρόβλημά μας.
Οι απαιτήσεις της δεν είχαν όρια και ήταν απρόβλεπτη στις αντιδράσεις της. Όταν ο αδερφούλης μας περπάτησε, κάθε φορά που έπεφτε μας χρέωνε έλλειψη προσοχής. Κάποτε αντέδρασα, φώναξα, είπα «μα είναι 1,5 χρονών, είναι δυνατόν να μην πέσει;», η αντίδραση ήταν ακαριαία, η γιαγιά έκοβε ψωμί και εκείνο το μαχαίρι μου το κάρφωσε στο γόνατο. Έφυγα αλαφιασμένη από το σπίτι, την μαχαιριά δεν την καταλαβαίνεις λένε, έτσι ακριβώς, δεν κατάλαβα τίποτα. Στο δρόμο έτρεχε το αίμα από το μπατζάκι μου, γύρισα σπίτι και εκείνη ψύχραιμη μου είπε «για να με θυμάσαι πάντα». Το σημάδι υπάρχει στο γόνατό μου, αλλά πιστέψτε με, είχα χίλιους άλλους λόγους να τη θυμάμαι…
Τα χρόνια πέρασαν και κάποτε ήρθε η ώρα να φύγουμε για την περιβόητη Αθήνα!!! Μας έβαλε στο τραίνο μαζί με τα λίγα μπογαλάκια μας και την κιθάρα στο χέρι. Η Αθήνα δεν είχε ανάγκη από άλλα δύο ταλαιπωρημένα πλάσματα και τα συναισθήματά μας ήταν ανάμεικτα. Λυπόμασταν που αφήναμε τον τόπο μας και χαιρόμασταν που αποχαιρετούσαμε αυτή τη γυναίκα. Το τραίνο ξεκίνησε εκείνη καθόταν στην αποβάθρα, έκλαιγε φώναζε δυνατά ότι χάνει τα παιδιά της και μας χαιρετούσε δακρυσμένη… Θύμωσα τόσο πολύ… Τα δάκρυά της με σκότωσαν χειρότερα από τη μαχαιριά της και είναι ίσως και το μοναδικό πράγμα που δεν της έχω συγχωρήσει…

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

O Δάσκαλός μου

Καβάλα 1975
Θυμάμαι εκείνη την εποχή το σχολείο μόλις είχε σταματήσει να λειτουργεί Σάββατο, η ποδιά και το άσπρο γιακαδάκι καταργήθηκαν κάποια χρόνια μετά , ενώ το ξύλο ήταν καθημερινή κατάσταση στο σχολείο, ομαδικό (χάρακας) ή ατομικό (χαστούκι, τράβηγμα αυτιών, κλπ).Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκείνα τα περίεργα χρόνια της πτώσης της χούντας, νιώθαμε κι εμείς ότι βρισκόμαστε εν όψει αλλαγών.
Θυμάμαι την πρώτη μέρα του Αγιασμού (5η Δημοτικού), άλλαξα σχολείο και είχα άγχος. Πάντα μ’ έπιανε δέος με τα σχολικά κτίρια, το συγκεκριμένο είχε μεγάλα τεράστια παράθυρα, ενώ στην κύρια είσοδο είχε μαρμάρινα κεφαλόσκαλα που οδηγούσαν στην αυλή του σχολείου. Στα μάτια μου τότε φάνταζε επιβλητικό!
Τα παιδιά έτρεχαν και έπαιζαν παρέες- παρέες κι ενώ προσπαθούσα να εγκλιματιστώ παρατήρησα ένα ψηλό κύριο να κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, με πρασινογάλαζα μάτια και τον παρακολουθούσα συνεπαρμένη. Κάπου άκουσα τα παιδιά να λένε ότι είναι ο κύριος της Πέμπτης.
Από τότε ξεκίνησε μια πανέμορφη ιστορία που κράτησε δύο χρόνια. Μέσα στις επόμενες τρεις βδομάδες ο δάσκαλος αυτός είχε καταλάβει πόσο ανάγκη είχα να με προσέξει. Ήταν ευαίσθητος τρυφερός, ενώ στις ομαδικές τιμωρίες ίσα που μου χάιδευε το χέρι…
Ένα πρωινό άργησα την πρώτη ώρα, όταν έφτασα χτύπησα την πόρτα και εκείνος με κάλεσε στην έδρα, που έπρεπε να ανέβεις ένα τεράστιο βάθρο για να την πλησιάσεις. Με ρώτησε αν έφαγα (ήμουν μόλις 25) κιλά και του απάντησα θετικά, πολύ γρήγορα μ’ έστειλε στο σπίτι μου να φάω κι εγώ στάθηκα σ’ ένα παγκάκι έξω απ’ το σχολείο και ύστερα από μισή ώρα γύρισα δήθεν φαγωμένη.
Δεν είπε τίποτα, όμως ένιωθα ότι η κοιλιά μου είναι διαφανής και φαίνεται το φοβερό μου ψέμα. Στο διάλειμμα με κάλεσε στο γραφείο του, με ρώτησε τι συμβαίνει γιατί είμαι τόσο αδύνατη, τι έφαγα χθες κλπ. Δεν πήρε καμία αληθινή απάντηση και για την ώρα ένιωσα να εκτίθεμαι. Δεν με ξαναρώτησε ποτέ τίποτα, κάθε πρωί με φώναζε στο γραφείο του και μου’δινε μουρουνέλαιο, με παρακολουθούσε στενά, ενώ τώρα πιστεύω (τότε δεν το φανταζόμουν) ότι είχε καταλάβει πολύ περισσότερα από αυτά που έδειχνε.
Τα χρόνια έμοιαζαν Κατοχικά για μένα, όμως δεν είμαι και τόσο μεγάλη για να,χω τέτοιες εμπειρίες. Ήμουν ένα γελαστό παιδί που έτρεχε όλη την ώρα, ιδιαίτερα δημοφιλής, πλακατζού και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί σε ποια πραγματικότητα ζούσα, μόνο αυτός με «ακτινογραφούσε» καθημερινά.
Τον αγάπησα πραγματικά και του το δειχνα με κάθε τρόπο. Πρώτα απ΄όλα έγινα άριστη μαθήτρια, έκλαιγα κι εγώ μαζί του όταν έκλεινε τα παράθυρα της τάξης και τραγουδούσε «είμαστε δυο, είμαστε τρεις…», η καρδιά μου φτερούγιζε κάθε φορά που δάκρυζε και δεν έχανα ούτε ένα καρέ από αυτήν την εικόνα. Με κοίταζε στα μάτια και με ρωτούσα αν θα τον θυμάμαι πάντα… και εγώ μούδιαζα από συγκίνηση.
Είχα μάθει να πλένω και να σιδερώνω την ποδιά μου, να χτενίζω τα μαλλιά μου με χωρίστρα στην άκρη και να κοτσάρω κι ένα τσιμπιδάκι στις ξανθές μου μπούκλες. Νόμιζα ότι τίποτα δεν προδίδει τη φτώχια μέσα στην οποία ζούσα. Το χειμώνα μούδιαζε η ραχοκοκαλιά μου απ το κρύο, ενώ εκείνη τη χρονιά φορούσα ψηλά μποτάκια, τα οποία είχα λατρέψει, γιατί μπορούσα να τα φοράω χωρίς κάλτσες και να μην το καταλαβαίνει κανείς. Στο σπίτι γυρίζαμε με την αδερφή μου κι ανάβαμε τη σόμπα, πετώντας ένα αναμμένο σπίρτο, τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα γάλα με κομματάκια ψωμί, μερέντα και τόστ που φτιάχναμε με το σίδερο, αφού πρώτα το τυλίγαμε με ένα αλουμινόχαρτο. Όταν για κάποιο λόγο δεν είχαμε να φάμε εγώ είχα εφεύρει ένα κόλπο για να μην πονάει η κοιλιά μου από την πείνα, ξάπλωνα μπρούμυτα στο κρύο πάτωμα και έτσι πέρναγε ο πόνος, κάποιες φορές δεν το άντεχα και έκλαιγα απαρηγόρητη, τότε η αδελφή μου έτρεχε να μου χτυπήσει δύο αυγά με ζάχαρη. Δε θυμάμαι να ψωνίσαμε ποτέ ρούχα, σχολικές τσάντες ή να επισκεφθήκαμε γιατρό!
Όταν το σχολείο διοργάνωνε εκδρομές εγώ πάντα προφασιζόμουν την άρρωστη γιατί ντρεπόμουν να βάλω το σάντουιτς σε μια σακκούλα και πονοκεφάλιαζα να διαλέξω ποιο κουρέλι να φορέσω. Μία από αυτές τις φορές που θα πηγαίναμε εκδρομή ο δάσκαλος ανάγκασε τον οδηγό του πούλμαν να σταματήσει έξω από το σπίτι μου 6 το πρωί. Χτύπησε το κουδούνι και μου είπε «ετοιμάσου, περιμένουμε όλοι να ρθεις στην εκδρομή», μου δωσε το σακίδιό του και πήρε αυτός τη σακκούλα… Αυτή η εκδρομή απαθανατίστηκε σε μια φωτογραφία την οποία πλήρωσε ο ίδιος για να την αποκτήσω.
Κάποτε η μητέρα μου εμφανίστηκε στο σχολείο και ο δάσκαλος έμεινε αποσβολωμένος από την ομορφιά και την άψογη εμφάνισή της… Αμέσως μετά με συμβούλεψε να μη το βάζω κάτω, να πετύχω στη ζωή μου και να τον θυμάμαι πάντα. Από κει και πέρα πλήρωνε πάντα τη στολή μου για τις παρελάσεις, φρόντισε να βάλω γυαλιά γιατί δεν έβλεπα από το ένα μάτι και με έβαζε να τραγουδάω μπροστά σε όλο το σχολείο επαναστατικά τραγούδια (μετά την πτώση της χούντας φυσικά), ενώ αυτός δάκρυζε από χαρά…

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Η ζωή είναι απρόβλεπτη...

Διάβασα στο blog της Nelli το χρονικό ενός ατυχήματος και πραγματικά συγκινήθηκα και θυμήθηκα κι εγώ τη δική μου εμπειρία… Ξέρετε μέχρι να σου συμβεί δε πιστεύεις ποτέ ότι το επόμενο «θύμα», θα είσαι εσύ. Έχετε ιδέα τι σημαίνει ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ; Καλύτερα όχι και ακόμα καλύτερα να μη μάθετε ποτέ τι σημαίνει τραυματίας….
Αρκεί μια στιγμή για να αλλάξουν ΟΛΑ, μια τόσο δα στιγμούλα…. Η αίσθηση είναι κρύα, παγωμένος βγαίνεις έξω από το σώμα σου και παρακολουθείς τα τεκταινόμενα ή τουλάχιστον εγώ αντέδρασα έτσι.
Το 1991 είχα ένα σοβαρό τροχαίο με αυτοκίνητο, ως συνοδηγός. Το αυτοκίνητο παρέκκλινε της πορείας του, σε ένα επαρχιακό δρόμο της Δράμας, όπου είχα πάει για διακοπές και οδηγός ήταν ο άντρας της αδελφής μου. Έχασα τις αισθήσεις μου, ενώ τις ανάκτησα όταν ο γαμπρός μου με τράβαγε έξω από το διαλυμένο αυτοκίνητο, το οποίο είχε σφηνωθεί σε κάτι χωράφια.
Σκοτεινά θεοσκότεινα 3 η ώρα τα ξημερώματα… Γυρνάω και βλέπω το διαλυμένο αυτοκίνητο, ησυχία νεκρική σιγή, δεν ήξερα ακριβώς αν είχα γλιτώσει. Ο γαμπρός μου (ο οποίος δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά), έφυγε για βοήθεια και οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Κοιτώ τα χέρια μου δεν είχαν πάθει απολύτως τίποτα, μου’ κανε εντύπωση δεν είχε σπάσει ούτε νύχι… Τότε τι ακριβώς είχα πάθει; Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήμουν πεσμένη στο κρύο χώμα.
Προσπαθώ να σηκωθώ και δεν τα καταφέρνω «έσπασα το πόδι μου» σκέφτηκα… Είχε ένα φεγγάρι σαν κι αυτό το χθεσινό, που φώτιζε σαν αδιάκριτος προβολέας, κοιτάζω τα πόδια μου …. Ω Θεε μου!!! το αίμα έτρεχε από τους αστράγαλους και τα πόδια κρεμόντουσαν παραδομένα στην απίστευτη ατυχία… Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, δεν ξανακοίταξα τα πόδια μου και για την ακρίβεια μπόρεσα να τα αντικρίσω ύστερα από 2 χρόνια!
Δεν αισθάνθηκα ακριβώς φόβο, αλλά δέος μπροστά στην υπερβατική αυτή πραγματικότητα… Ήμουν 25 χρονών τότε και έφτασε μια στιγμούλα για να συνειδητοποιήσω ότι όλα χάθηκαν και τίποτα δεν θα ναι όπως παλιά… Πράγματι ακολούθησαν 2 επώδυνα χρόνια σε αναπηρικό καρότσι. Κοίταζα τους ανθρώπους στους αστράγαλους, ονειρευόμουν ότι περπατάω, ότι τρέχω σαν ανέμελο παιδάκι…. Είχα όμως υπομονή να περιμένω την ημέρα που θα σηκωθώ ΟΡΘΙΑ.
Η μέρα αυτή ήρθε!!!! Και τότε ένιωσα να γκρεμίζεται η νεανική μου αθωότητα, τότε απογοητεύτηκα περισσότερο γιατί κατάλαβα πως ότι πέρασε, πέρασε ανεπιστρεπτί… Έκανα μισή ώρα να διανύσω πολύ μικρές αποστάσεις (μπάνιο – κουζίνα), για πάρα - πάρα πολύ καιρό πίστευα πως η ζωή μου καταστράφηκε. ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΑ κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ ως τότε, το αποδέχτηκα σαν αναπηρία και με αυτό πορεύομαι ως τώρα.
Σήμερα μπορώ και περπατάω χωρίς κάποιος να καταλαβαίνει το πρόβλημά μου και αυτό με διατηρεί πραγματικά ήρεμη. Ωστόσο οι αντοχές είναι μηδαμινές, κουράζομαι εύκολα και μέχρι πολύ πρόσφατα 4-5 χρόνια πίστευα ότι αυτό είναι ότι χειρότερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Όταν η κορούλα μου περπάτησε την εκπαίδευσα να μην απομακρύνεται και δυστυχώς ήμουν πολύ αυστηρή σε αυτό… γιατί δεν μπορώ πλέον να τρέξω.
Γρήγορα κατέληξα στο συμπέρασμα καλύτερα πόδια που πονάνε παρά καθόλου πόδια…Πολύ γρήγορα η ζωή ήρθε να μου υπενθυμίσει ότι είναι απρόβλεπτη και δεν πρέπει να νομίζεις ότι τέλειωσαν όλα πριν πραγματικά τελειώσουν… Ο πόνος που πια έχει γίνει καθημερινότητα στη ζωή μου δεν ήταν το φοβερότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου τύχει, ακολούθησαν πολύ χειρότερα….
Πάντα όμως νιώθω σαν εκείνο το μικρό κορίτσι που τρέχοντας έπαιρνε σβάρνα τα κάγκελα των αυλών με τα δάχτυλα του χεριού…